- προσληπτικός
- προσληπτικόςassumptivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσληπτικός — ή, όν, Α [προσλαμβάνω] 1. αυτός που παίρνει κάτι επιπροσθέτως, που προσλαμβάνει 2. (λογ.) (σχετικά με συλλογισμό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση 3. εκκλ. (σχετικά με τον Ιησού Χριστό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… … Dictionary of Greek
προσληπτικά — προσληπτικός assumptive neut nom/voc/acc pl προσληπτικά̱ , προσληπτικός assumptive fem nom/voc/acc dual προσληπτικά̱ , προσληπτικός assumptive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσληπτικόν — προσληπτικός assumptive masc acc sg προσληπτικός assumptive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσληπτικοί — προσληπτικός assumptive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσληπτικοῦ — προσληπτικός assumptive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσληπτικῆς — προσληπτικός assumptive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσληπτική — προσληπτικός assumptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσληπτικήν — προσληπτικός assumptive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσληπτικῶς — προσληπτικός assumptive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)